Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντράπελος
ἔντραχυς
ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
ἐντροπία
View word page
ἔντριμμα
a cosmetic
ShortDef
a cosmetic
Debugging
Headword:
ἔντριμμα
Headword (normalized):
ἔντριμμα
Headword (normalized/stripped):
εντριμμα
IDX:
30750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30751
Key:
Data
{'content': 'a cosmetic'}