Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντραπεζίτης
ἐντράπελος
ἔντραχυς
ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
ἐντροπή
View word page
ἐντρίβω
to rub in

ShortDef

to rub in

Debugging

Headword:
ἐντρίβω
Headword (normalized):
ἐντρίβω
Headword (normalized/stripped):
εντριβω
IDX:
30749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30750
Key:

Data

{'content': 'to rub in'}