Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντρανίζω
ἐντραπεζίτης
ἐντράπελος
ἔντραχυς
ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπαλισμός
View word page
ἐντριβής
proved by rubbing, versed in

ShortDef

proved by rubbing, versed in

Debugging

Headword:
ἐντριβής
Headword (normalized):
ἐντριβής
Headword (normalized/stripped):
εντριβης
IDX:
30748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30749
Key:

Data

{'content': 'proved by rubbing, versed in'}