Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντρανής
ἐντρανίζω
ἐντραπεζίτης
ἐντράπελος
ἔντραχυς
ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἔντριτος
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἐντρίχωμα
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
View word page
ἐντρέχω
to run in
ShortDef
to run in
Debugging
Headword:
ἐντρέχω
Headword (normalized):
ἐντρέχω
Headword (normalized/stripped):
εντρεχω
IDX:
30747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30748
Key:
Data
{'content': 'to run in'}