Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔντοσθε
ἐντοσθίδια
ἐντόσθιος
ἐντότερος
ἐντοφήϊα
ἐντραγεῖν
ἐντραγῳδέω
ἐντρανής
ἐντρανίζω
ἐντραπεζίτης
ἐντράπελος
ἔντραχυς
ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχεια
ἐντρεχής
ἐντρέχω
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
View word page
ἐντράπελος
shameful
ShortDef
shameful
Debugging
Headword:
ἐντράπελος
Headword (normalized):
ἐντράπελος
Headword (normalized/stripped):
εντραπελος
IDX:
30740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30741
Key:
Data
{'content': 'shameful'}