Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντόπιος
ἔντοπος
ἐντορεύω
ἐντορνεύω
ἐντορνία
ἔντορνος
ἐντός
ἔντοσθε
ἐντοσθίδια
ἐντόσθιος
ἐντότερος
ἐντοφήϊα
ἐντραγεῖν
ἐντραγῳδέω
ἐντρανής
ἐντρανίζω
ἐντραπεζίτης
ἐντράπελος
ἔντραχυς
ἐντρεπτικός
ἐντρέπω
View word page
ἐντότερος
inner
ShortDef
inner
Debugging
Headword:
ἐντότερος
Headword (normalized):
ἐντότερος
Headword (normalized/stripped):
εντοτερος
IDX:
30733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30734
Key:
Data
{'content': 'inner'}