Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔντμημα
ἐντοίχιος
ἔντοκος
ἐντολά
ἐντολεύς
ἐντολή
ἐντολικάριος
ἐντολικός
ἐντολιμαῖον
ἐντομή
ἐντομίας
ἐντομίς
ἔντομος
ἐντονία
ἐντόνιον
ἔντονος
ἐντόπιος
ἔντοπος
ἐντορεύω
ἐντορνεύω
ἐντορνία
View word page
ἐντομίας
eunuch
ShortDef
eunuch
Debugging
Headword:
ἐντομίας
Headword (normalized):
ἐντομίας
Headword (normalized/stripped):
εντομιας
IDX:
30717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30718
Key:
Data
{'content': 'eunuch'}