Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντιτός
ἔντμημα
ἐντοίχιος
ἔντοκος
ἐντολά
ἐντολεύς
ἐντολή
ἐντολικάριος
ἐντολικός
ἐντολιμαῖον
ἐντομή
ἐντομίας
ἐντομίς
ἔντομος
ἐντονία
ἐντόνιον
ἔντονος
ἐντόπιος
ἔντοπος
ἐντορεύω
ἐντορνεύω
View word page
ἐντομή
slit, groove

ShortDef

slit, groove

Debugging

Headword:
ἐντομή
Headword (normalized):
ἐντομή
Headword (normalized/stripped):
εντομη
IDX:
30716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30717
Key:

Data

{'content': 'slit, groove'}