Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔντιλτος
ἐντιμάω
ἐντιμόομαι
ἔντιμος
ἐντιμότης
ἐντιναγμός
ἐντινάσσω
ἐντιτός
ἔντμημα
ἐντοίχιος
ἔντοκος
ἐντολά
ἐντολεύς
ἐντολή
ἐντολικάριος
ἐντολικός
ἐντολιμαῖον
ἐντομή
ἐντομίας
ἐντομίς
ἔντομος
View word page
ἔντοκος
with young

ShortDef

with young

Debugging

Headword:
ἔντοκος
Headword (normalized):
ἔντοκος
Headword (normalized/stripped):
εντοκος
IDX:
30709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30710
Key:

Data

{'content': 'with young'}