Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἔντιλτος
ἐντιμάω
ἐντιμόομαι
ἔντιμος
ἐντιμότης
ἐντιναγμός
ἐντινάσσω
ἐντιτός
ἔντμημα
ἐντοίχιος
ἔντοκος
ἐντολά
ἐντολεύς
ἐντολή
ἐντολικάριος
ἐντολικός
ἐντολιμαῖον
ἐντομή
ἐντομίας
View word page
ἔντμημα
an incision, notch

ShortDef

an incision, notch

Debugging

Headword:
ἔντμημα
Headword (normalized):
ἔντμημα
Headword (normalized/stripped):
εντμημα
IDX:
30707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30708
Key:

Data

{'content': 'an incision, notch'}