Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
ἐντήκω
ἐντηρέω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἔντιλτος
ἐντιμάω
ἐντιμόομαι
ἔντιμος
ἐντιμότης
ἐντιναγμός
ἐντινάσσω
ἐντιτός
ἔντμημα
ἐντοίχιος
ἔντοκος
View word page
ἔντιλτος
seasoned with
ShortDef
seasoned with
Debugging
Headword:
ἔντιλτος
Headword (normalized):
ἔντιλτος
Headword (normalized/stripped):
εντιλτος
IDX:
30699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30700
Key:
Data
{'content': 'seasoned with'}