Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
ἐντήκω
ἐντηρέω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἔντιλτος
ἐντιμάω
ἐντιμόομαι
ἔντιμος
ἐντιμότης
ἐντιναγμός
ἐντινάσσω
ἐντιτός
ἔντμημα
View word page
ἐντίκτω
to bear
ShortDef
to bear
Debugging
Headword:
ἐντίκτω
Headword (normalized):
ἐντίκτω
Headword (normalized/stripped):
εντικτω
IDX:
30697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30698
Key:
Data
{'content': 'to bear'}