Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
ἐντήκω
ἐντηρέω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἔντιλτος
ἐντιμάω
ἐντιμόομαι
ἔντιμος
ἐντιμότης
ἐντιναγμός
ἐντινάσσω
View word page
ἐντηρέω
guard
ShortDef
guard
Debugging
Headword:
ἐντηρέω
Headword (normalized):
ἐντηρέω
Headword (normalized/stripped):
εντηρεω
IDX:
30695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30696
Key:
Data
{'content': 'guard'}