Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
ἐντήκω
ἐντηρέω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἔντιλτος
ἐντιμάω
ἐντιμόομαι
ἔντιμος
ἐντιμότης
View word page
ἔντηκτος
liquefied
ShortDef
liquefied
Debugging
Headword:
ἔντηκτος
Headword (normalized):
ἔντηκτος
Headword (normalized/stripped):
εντηκτος
IDX:
30693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30694
Key:
Data
{'content': 'liquefied'}