Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
ἐντήκω
ἐντηρέω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἔντιλτος
ἐντιμάω
ἐντιμόομαι
ἔντιμος
View word page
ἔντεχνος
within the province of art, artificial, artistic
ShortDef
within the province of art, artificial, artistic
Debugging
Headword:
ἔντεχνος
Headword (normalized):
ἔντεχνος
Headword (normalized/stripped):
εντεχνος
IDX:
30692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30693
Key:
Data
{'content': 'within the province of art, artificial, artistic'}