Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
ἐντήκω
ἐντηρέω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἔντιλτος
ἐντιμάω
ἐντιμόομαι
View word page
ἐντεχνάζω
introduce an elaborate

ShortDef

introduce an elaborate

Debugging

Headword:
ἐντεχνάζω
Headword (normalized):
ἐντεχνάζω
Headword (normalized/stripped):
εντεχναζω
IDX:
30691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30692
Key:

Data

{'content': 'introduce an elaborate'}