Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
ἐντήκω
ἐντηρέω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἔντιλτος
View word page
ἐντεύχω
produce

ShortDef

produce

Debugging

Headword:
ἐντεύχω
Headword (normalized):
ἐντεύχω
Headword (normalized/stripped):
εντευχω
IDX:
30689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30690
Key:

Data

{'content': 'produce'}