Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
ἐντήκω
ἐντηρέω
ἐντίθημι
View word page
ἐντευξίδιον
little petition

ShortDef

little petition

Debugging

Headword:
ἐντευξίδιον
Headword (normalized):
ἐντευξίδιον
Headword (normalized/stripped):
εντευξιδιον
IDX:
30686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30687
Key:

Data

{'content': 'little petition'}