Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
ἔντηκτος
View word page
ἐντετριμμένως
adroitly, 'like an old hand'
ShortDef
adroitly, 'like an old hand'
Debugging
Headword:
ἐντετριμμένως
Headword (normalized):
ἐντετριμμένως
Headword (normalized/stripped):
εντετριμμενως
IDX:
30683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30684
Key:
Data
{'content': "adroitly, 'like an old hand'"}