Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
ἔντεχνος
View word page
ἐντεταμένως
vehemently, vigorously

ShortDef

vehemently, vigorously

Debugging

Headword:
ἐντεταμένως
Headword (normalized):
ἐντεταμένως
Headword (normalized/stripped):
εντεταμενως
IDX:
30682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30683
Key:

Data

{'content': 'vehemently, vigorously'}