Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
ἐντεχνάζω
View word page
ἐντεσιμήστωρ
skilled in arms

ShortDef

skilled in arms

Debugging

Headword:
ἐντεσιμήστωρ
Headword (normalized):
ἐντεσιμήστωρ
Headword (normalized/stripped):
εντεσιμηστωρ
IDX:
30681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30682
Key:

Data

{'content': 'skilled in arms'}