Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
ἔντεφρος
View word page
ἐντεσίεργος
working in harness

ShortDef

working in harness

Debugging

Headword:
ἐντεσίεργος
Headword (normalized):
ἐντεσίεργος
Headword (normalized/stripped):
εντεσιεργος
IDX:
30680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30681
Key:

Data

{'content': 'working in harness'}