Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντέριον
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἐντεύχω
View word page
ἐντεσιεργός
working in harness

ShortDef

working in harness

Debugging

Headword:
ἐντεσιεργός
Headword (normalized):
ἐντεσιεργός
Headword (normalized/stripped):
εντεσιεργος
IDX:
30679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30680
Key:

Data

{'content': 'working in harness'}