Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντέρινος
ἐντέριον
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἐντευξίδιον
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
View word page
ἐντεροφύλαξ
surgical instrument

ShortDef

surgical instrument

Debugging

Headword:
ἐντεροφύλαξ
Headword (normalized):
ἐντεροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
εντεροφυλαξ
IDX:
30678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30679
Key:

Data

{'content': 'surgical instrument'}