Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντερεπιπλοκήλη
ἐντερεύω
ἐντερικός
ἐντέρινος
ἐντέριον
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
View word page
ἔντερον
an intestine, piece of gut

ShortDef

an intestine, piece of gut

Debugging

Headword:
ἔντερον
Headword (normalized):
ἔντερον
Headword (normalized/stripped):
εντερον
IDX:
30675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30676
Key:

Data

{'content': 'an intestine, piece of gut'}