Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντέμνω
ἐντενής
ἐντερεπιπλοκήλη
ἐντερεύω
ἐντερικός
ἐντέρινος
ἐντέριον
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
ἐντεσιμήστωρ
ἐντεταμένως
ἐντετριμμένως
View word page
ἐντεροκηλήτης
one who suffers from rupture

ShortDef

one who suffers from rupture

Debugging

Headword:
ἐντεροκηλήτης
Headword (normalized):
ἐντεροκηλήτης
Headword (normalized/stripped):
εντεροκηλητης
IDX:
30673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30674
Key:

Data

{'content': 'one who suffers from rupture'}