Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντελόμισθος
ἐντεμενίζω
ἐντεμένιος
ἐντέμνω
ἐντενής
ἐντερεπιπλοκήλη
ἐντερεύω
ἐντερικός
ἐντέρινος
ἐντέριον
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
ἐντεσιεργός
ἐντεσίεργος
View word page
ἐντεριώνη
inmost part, pith

ShortDef

inmost part, pith

Debugging

Headword:
ἐντεριώνη
Headword (normalized):
ἐντεριώνη
Headword (normalized/stripped):
εντεριωνη
IDX:
30670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30671
Key:

Data

{'content': 'inmost part, pith'}