Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντελής
ἐντέλλω
ἐντελόμισθος
ἐντεμενίζω
ἐντεμένιος
ἐντέμνω
ἐντενής
ἐντερεπιπλοκήλη
ἐντερεύω
ἐντερικός
ἐντέρινος
ἐντέριον
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
ἐντεροπώλης
ἐντεροφύλαξ
View word page
ἐντέρινος
made of gut
ShortDef
made of gut
Debugging
Headword:
ἐντέρινος
Headword (normalized):
ἐντέρινος
Headword (normalized/stripped):
εντερινος
IDX:
30668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30669
Key:
Data
{'content': 'made of gut'}