Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐντελευτάω
ἐντελέχεια
ἐντελής
ἐντέλλω
ἐντελόμισθος
ἐντεμενίζω
ἐντεμένιος
ἐντέμνω
ἐντενής
ἐντερεπιπλοκήλη
ἐντερεύω
ἐντερικός
ἐντέρινος
ἐντέριον
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
ἐντερόμφαλον
ἔντερον
ἐντερόνεια
View word page
ἐντερεύω
gut
ShortDef
gut
Debugging
Headword:
ἐντερεύω
Headword (normalized):
ἐντερεύω
Headword (normalized/stripped):
εντερευω
IDX:
30666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30667
Key:
Data
{'content': 'gut'}