Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντεκταίνομαι
ἐντέλεια
ἐντελετέω
ἐντελευτάω
ἐντελέχεια
ἐντελής
ἐντέλλω
ἐντελόμισθος
ἐντεμενίζω
ἐντεμένιος
ἐντέμνω
ἐντενής
ἐντερεπιπλοκήλη
ἐντερεύω
ἐντερικός
ἐντέρινος
ἐντέριον
ἐντεριώνη
ἐντεροειδής
ἐντεροκήλη
ἐντεροκηλήτης
View word page
ἐντέμνω
to cut in, engrave upon

ShortDef

to cut in, engrave upon

Debugging

Headword:
ἐντέμνω
Headword (normalized):
ἐντέμνω
Headword (normalized/stripped):
εντεμνω
IDX:
30663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30664
Key:

Data

{'content': 'to cut in, engrave upon'}