Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐντάφιος
ἐνταχύ
ἕντε
ἔντεα
ἐντείνω
ἐντειχίζω
ἐντείχιος
ἐντεκμαίρομαι
ἐντεκνόομαι
ἔντεκνος
ἐντεκταίνομαι
ἐντέλεια
ἐντελετέω
ἐντελευτάω
ἐντελέχεια
ἐντελής
ἐντέλλω
ἐντελόμισθος
ἐντεμενίζω
ἐντεμένιος
ἐντέμνω
View word page
ἐντεκταίνομαι
build

ShortDef

build

Debugging

Headword:
ἐντεκταίνομαι
Headword (normalized):
ἐντεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εντεκταινομαι
IDX:
30653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30654
Key:

Data

{'content': 'build'}