Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνταφιασμός
ἐνταφιαστής
ἐνταφιαστικός
ἐνταφιοπώλης
ἐντάφιος
ἐνταχύ
ἕντε
ἔντεα
ἐντείνω
ἐντειχίζω
ἐντείχιος
ἐντεκμαίρομαι
ἐντεκνόομαι
ἔντεκνος
ἐντεκταίνομαι
ἐντέλεια
ἐντελετέω
ἐντελευτάω
ἐντελέχεια
ἐντελής
ἐντέλλω
View word page
ἐντείχιος
enclosed by walls

ShortDef

enclosed by walls

Debugging

Headword:
ἐντείχιος
Headword (normalized):
ἐντείχιος
Headword (normalized/stripped):
εντειχιος
IDX:
30649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30650
Key:

Data

{'content': 'enclosed by walls'}