Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔντασις2
ἐντάσσω
ἐντατικός
ἐντατός
ἐνταῦθα
ἐνταυθοῖ
ἐνταφή
ἐνταφιάζω
ἐνταφιασμός
ἐνταφιαστής
ἐνταφιαστικός
ἐνταφιοπώλης
ἐντάφιος
ἐνταχύ
ἕντε
ἔντεα
ἐντείνω
ἐντειχίζω
ἐντείχιος
ἐντεκμαίρομαι
ἐντεκνόομαι
View word page
ἐνταφιαστικός
of an ἐνταφιαστής

ShortDef

of an ἐνταφιαστής

Debugging

Headword:
ἐνταφιαστικός
Headword (normalized):
ἐνταφιαστικός
Headword (normalized/stripped):
ενταφιαστικος
IDX:
30641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30642
Key:

Data

{'content': 'of an ἐνταφιαστής'}