Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνταμίευτος
ἐντάνυσις
ἐντανύω
ἐντάξιμος
ἔνταξις
ἐνταράσσω
ἐνταριχεύω
ἔντασις
ἔντασις2
ἐντάσσω
ἐντατικός
ἐντατός
ἐνταῦθα
ἐνταυθοῖ
ἐνταφή
ἐνταφιάζω
ἐνταφιασμός
ἐνταφιαστής
ἐνταφιαστικός
ἐνταφιοπώλης
ἐντάφιος
View word page
ἐντατικός
stimulating, aphrodisiac

ShortDef

stimulating, aphrodisiac

Debugging

Headword:
ἐντατικός
Headword (normalized):
ἐντατικός
Headword (normalized/stripped):
εντατικος
IDX:
30633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30634
Key:

Data

{'content': 'stimulating, aphrodisiac'}