Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
ἔντακτος
ἐνταλαιπωρέομαι
ἐνταμίευτος
ἐντάνυσις
ἐντανύω
ἐντάξιμος
ἔνταξις
ἐνταράσσω
ἐνταριχεύω
ἔντασις
ἔντασις2
ἐντάσσω
View word page
ἐνταλαιπωρέομαι
persevere
ShortDef
persevere
Debugging
Headword:
ἐνταλαιπωρέομαι
Headword (normalized):
ἐνταλαιπωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
ενταλαιπωρεομαι
IDX:
30622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30623
Key:
Data
{'content': 'persevere'}