Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
ἔντακτος
ἐνταλαιπωρέομαι
ἐνταμίευτος
ἐντάνυσις
ἐντανύω
ἐντάξιμος
ἔνταξις
ἐνταράσσω
ἐνταριχεύω
ἔντασις
ἔντασις2
View word page
ἔντακτος
ordered, rhythmical

ShortDef

ordered, rhythmical

Debugging

Headword:
ἔντακτος
Headword (normalized):
ἔντακτος
Headword (normalized/stripped):
εντακτος
IDX:
30621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30622
Key:

Data

{'content': 'ordered, rhythmical'}