Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
ἔντακτος
ἐνταλαιπωρέομαι
ἐνταμίευτος
ἐντάνυσις
ἐντανύω
ἐντάξιμος
ἔνταξις
View word page
ἐνσωρεύω
heap on
ShortDef
heap on
Debugging
Headword:
ἐνσωρεύω
Headword (normalized):
ἐνσωρεύω
Headword (normalized/stripped):
ενσωρευω
IDX:
30617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30618
Key:
Data
{'content': 'heap on'}