Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
ἔντακτος
ἐνταλαιπωρέομαι
ἐνταμίευτος
ἐντάνυσις
ἐντανύω
ἐντάξιμος
View word page
ἔνσωμος
materialistic

ShortDef

materialistic

Debugging

Headword:
ἔνσωμος
Headword (normalized):
ἔνσωμος
Headword (normalized/stripped):
ενσωμος
IDX:
30616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30617
Key:

Data

{'content': 'materialistic'}