Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
ἔντακτος
ἐνταλαιπωρέομαι
ἐνταμίευτος
ἐντάνυσις
ἐντανύω
View word page
ἐνσωμάτωσις
incarnation, embodiment

ShortDef

incarnation, embodiment

Debugging

Headword:
ἐνσωμάτωσις
Headword (normalized):
ἐνσωμάτωσις
Headword (normalized/stripped):
ενσωματωσις
IDX:
30615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30616
Key:

Data

{'content': 'incarnation, embodiment'}