Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
ἔντακτος
ἐνταλαιπωρέομαι
ἐνταμίευτος
ἐντάνυσις
View word page
ἐνσωματόω
embody
ShortDef
embody
Debugging
Headword:
ἐνσωματόω
Headword (normalized):
ἐνσωματόω
Headword (normalized/stripped):
ενσωματοω
IDX:
30614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30615
Key:
Data
{'content': 'embody'}