Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
ἔντακτος
ἐνταλαιπωρέομαι
ἐνταμίευτος
View word page
ἐνσώματος
corporeal

ShortDef

corporeal

Debugging

Headword:
ἐνσώματος
Headword (normalized):
ἐνσώματος
Headword (normalized/stripped):
ενσωματος
IDX:
30613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30614
Key:

Data

{'content': 'corporeal'}