Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
ἔντακτος
View word page
ἔνσχιστος
split, cleft

ShortDef

split, cleft

Debugging

Headword:
ἔνσχιστος
Headword (normalized):
ἔνσχιστος
Headword (normalized/stripped):
ενσχιστος
IDX:
30611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30612
Key:

Data

{'content': 'split, cleft'}