Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
ἐντάγιον
ἐντακτέον
View word page
ἐνσχισμός
incision
ShortDef
incision
Debugging
Headword:
ἐνσχισμός
Headword (normalized):
ἐνσχισμός
Headword (normalized/stripped):
ενσχισμος
IDX:
30610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30611
Key:
Data
{'content': 'incision'}