Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
ἐνταγής
View word page
ἐνσχηματίζω
arrange
ShortDef
arrange
Debugging
Headword:
ἐνσχηματίζω
Headword (normalized):
ἐνσχηματίζω
Headword (normalized/stripped):
ενσχηματιζω
IDX:
30608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30609
Key:
Data
{'content': 'arrange'}