Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
ἐνσωματόω
ἐνσωμάτωσις
ἔνσωμος
ἐνσωρεύω
View word page
ἐνσχερώ
in a row

ShortDef

in a row

Debugging

Headword:
ἐνσχερώ
Headword (normalized):
ἐνσχερώ
Headword (normalized/stripped):
ενσχερω
IDX:
30607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30608
Key:

Data

{'content': 'in a row'}