Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
ἐνσχολάζω
ἐνσώματος
View word page
ἐνσφονδύλια
bones of the ὀσφύς

ShortDef

bones of the ὀσφύς

Debugging

Headword:
ἐνσφονδύλια
Headword (normalized):
ἐνσφονδύλια
Headword (normalized/stripped):
ενσφονδυλια
IDX:
30603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30604
Key:

Data

{'content': 'bones of the ὀσφύς'}