Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
ἐνσχερώ
ἐνσχηματίζω
ἐνσχίζω
ἐνσχισμός
ἔνσχιστος
View word page
ἐνσφηνόομαι
to be wedged in, fit close
ShortDef
to be wedged in, fit close
Debugging
Headword:
ἐνσφηνόομαι
Headword (normalized):
ἐνσφηνόομαι
Headword (normalized/stripped):
ενσφηνοομαι
IDX:
30601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30602
Key:
Data
{'content': 'to be wedged in, fit close'}