Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκριβοδίκαιος
ἀκριβολογέομαι
ἀκριβολογητέον
ἀκριβολογία
ἀκριβολόγος
ἀκριβοψηφία
ἀκριβόω
ἀκρίβωμα
ἀκρίβωσις
ἀκριβωτέον
ἀκρίδιον
ἀκριδοθήκη
ἀκριδοθήρα
ἀκριδοφάγος
ἀκριδώδης
ἀκρίζω
ἄκριθος
ἀκρίνας
ἄκρις
ἀκρίς
ἀκρισία
View word page
ἀκρίδιον
spikelet
ShortDef
spikelet
Debugging
Headword:
ἀκρίδιον
Headword (normalized):
ἀκρίδιον
Headword (normalized/stripped):
ακριδιον
IDX:
3059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3060
Key:
Data
{'content': 'spikelet'}