Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
ἐνσφραγίζω
ἐνσφράγισις
ἐνσχέδιος
View word page
ἐνστύφω
to be bitter, astringent

ShortDef

to be bitter, astringent

Debugging

Headword:
ἐνστύφω
Headword (normalized):
ἐνστύφω
Headword (normalized/stripped):
ενστυφω
IDX:
30596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30597
Key:

Data

{'content': 'to be bitter, astringent'}