Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
ἐνσφονδύλια
View word page
ἐνστρέφω
to turn in
ShortDef
to turn in
Debugging
Headword:
ἐνστρέφω
Headword (normalized):
ἐνστρέφω
Headword (normalized/stripped):
ενστρεφω
IDX:
30593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30594
Key:
Data
{'content': 'to turn in'}